οπτασιαστής

οπτασιαστής
ο
αυτός που βλέπει οπτασίες, αυτός που έχει οπτικές ψευδαισθήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπτασιάζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ν. Καζάζη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”